κάραγος

κάραγος
κάραγος
Grammatical information: m.
Meaning: ὁ τραχὺς ψόφος, οἷον πριών H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: - To κέκρᾱγα as τάραχος (-χή) to τέτρηχα. S. κράζω and Bq s. v. Or is it Pre-Greek?
Page in Frisk: 1,785

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάραγος — κάραγος, ὁ (Α) τραχύς ήχος σαν πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα με τα κράζω, κέκραγα (πρβλ. ταραχή, τάραχος: τέτρηχα)] …   Dictionary of Greek

  • καραγός — καραγός, ὁ (Μ) 1. πρόχειρος από μεταγωγικές άμαξες και αγκαθωτά σίδερα προφυλακτικός περίβολος στρατοπέδου που χρησιμοποιούνταν για να εμποδίζεται η πορεία τού εχθρού και τών πολεμικών μηχανών 2. στον πληθ. οἱ καραγοί το σύνολο τών μεταγωγικών… …   Dictionary of Greek

  • сорога — I сорога I плотва, Cyprinus rutilus , арханг., олонецк., тоб. (Даль). Обычно считается заимств. из распространенной фин. уг. семьи слов, представленной в фин. särki плотва , вепс. särg, саам. særgge, морд. м. särgä, э. särgе – то же, мар. šеrеŋе …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • CARRAGO — apud Trebellium Pollionem in Gallienis, c. 13. Quô compertô Scythae, factâ carragine, per montem Gessacem fugere sunt conati: apud Graecorum Tacticos καραγὸς, quid sit, ex Procopio discere est, qui facere carraginem, l. 4. dixit τὰς ἁμάξας… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”